γαλεώτας

γαλεώτας
γαλεώτᾱς , γαλεώτης
gecko lizard
masc acc pl
γαλεώτᾱς , γαλεώτης
gecko lizard
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γαλεώτες — Αρχαία φυλή στην Σικελία, που ασκούσαν τη μαντεία με γαλεώτας (σαύρες). Κατ’ άλλους, ονομάστηκαν έτσι από τον Γαλεό ή Γαλεώτη, γιο του Απόλλωνα και της Θεμιστούς (κόρης του Ζαβία, βασιλιά των Υπερβόρειων), αδελφό του Τελεμισσού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”